Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λόγου ἄξιος

  • 1 to speak of

    (worth mentioning: He has no talent to speak of.) άξιος λόγου

    English-Greek dictionary > to speak of

  • 2 Appreciable

    adj.
    P. and V. ἄξιος λόγου.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Appreciable

  • 3 Salt

    subs.
    Ar. and P. ἅλς, ὁ, or pl.
    Be worth one's salt: use P. ἄξιος λόγου εἶναι
    ——————
    adj.
    P. and V. ἁλμυρός.
    ——————
    v. trans.
    P. ταριχεύειν (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Salt

  • 4 Slight

    subs.
    Insult: P. and V. ὕβρις, ἡ.
    Dishonour: P. and V. τιμία, ἡ.
    Contempt: P. ὀλιγωρία, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Despise P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), περφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), Ar. and V. ποπτειν.
    Dishonour: P. and V. τιμίζειν, παρέρχεσθαι, V. τίζειν.
    Neglect, disregard: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι (acc.), ἐν εὐχερεῖ τθεσθαι (acc.); see Disregard.
    Pass over: P. and V. παριέναι (acc.).
    ——————
    adj.
    Slender: Ar. and P. λεπτός.
    Small in stature: P. and V. μικρός, σμικρός, βραχύς.
    Insignificant: P. and V. μικρός, σμικρός, λεπτός, ὀλγος, ἀσθενής, βραχύς, Ar. and V. βαιός.
    Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slight

  • 5 Trifling

    adj.
    Slight: P. and V. λεπτός, μικρός, σμικρός, ὀλγος, βραχύς, Ar. and V. βαιός; see Slight.
    Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.
    Frivolous: P. ληρώδης.
    Think of trifling importance: use disregard.
    ——————
    subs.
    P. and V. παιδιά, ἡ.
    Laziness: P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ; see Laziness.
    Nonsense: Ar. and P. δολεσχία, ἡ, λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ.
    Frivolity: P. μικρολογία, ἡ.
    Delay: P. and V. διατριβή, ἡ; see Delay.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trifling

  • 6 Trivial

    adj.
    P. and V. λεπτός, μικρός, σμικρός, ὀλγος, φαῦλος, βραχς, σθενής, Ar. and V. βαιός; see Trifling.
    Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.
    Frivolous: P. ληρώδης.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trivial

См. также в других словарях:

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • αξιόλογος — η, ο (ΑΜ ἀξιόλογος, ον) 1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος 2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αποκαλυπτικός — ή, ό (Α ἀποκαλυπτικός, ή, όν) 1. ο ικανός να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη 2. αυτός που αναφέρεται στην αποκάλυψη ή ανήκει σ αυτήν αρχ. όποιος είναι άξιος να δεχτεί την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού …   Dictionary of Greek

  • βαρυσήμαντος — η, ο (για λόγο ή πράξη) αυτός που έχει μεγάλη σπουδαιότητα, που είναι πολύ σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σημαντός < σημαίνω «είμαι άξιος λόγου». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Κ. Η. Βασιάδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»